- ἐδαφνηφόρει
- δαφνηφορέωbear boughsimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαφνηφορώ — δαφνηφορῶ ( έω) (Α) [δαφνηφόρος] 1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπας ὁ στρατός») 2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν») … Dictionary of Greek